- μειρακιεξαπατης
- μειρακιεξαπάτηςμειρακι-εξαπάτης-ου ὅ совратитель юношества Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μειρακιεξαπάτης — μειρακιεξαπάτης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά τα μειράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειράκιον + ἐξαπατῶ] … Dictionary of Greek
μειρακιεξαπάται — μειρακιεξαπάτης boy cheater masc nom/voc pl μειρακιεξαπάτᾱͅ , μειρακιεξαπάτης boy cheater masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)